Διανέμω στα λιθουανικά

Μετάφραση: διανέμω, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
skirti, skirstyti, siena, paskirstyti, platinti, platina, paskirsto
Διανέμω στα λιθουανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διανέμω

διανέμω κλίση, διανέμω αγγλικα, θα διανέμω, διανέμω αόριστοσ, διανέμω συνώνυμα, διανέμω λεξικό γλώσσας λιθουανικά, διανέμω στα λιθουανικά

Μεταφράσεις

  • διαμετρώ στα λιθουανικά - diametraliai, visiškai, kardinaliai, visiškai priešingose, esantys visiškai priešingose
  • διαμορφώνω στα λιθουανικά - stilius, maniera, mada, būdas, figūrą, Pasiūtas, fashioned, ...
  • διανοητικά στα λιθουανικά - psichiškai, protiškai, psichikos, mintyse, proto
  • διανοητικός στα λιθουανικά - protinis, psichikos, psichinės, psichinė, psichinę
Τυχαίες λέξεις
Διανέμω στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: skirti, skirstyti, siena, paskirstyti, platinti, platina, paskirsto