Strėlė στα ελληνικά
Μετάφραση: strėlė, Λεξικό: λιθουανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
λιθουανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βέλος, άνθηση, έκρηξη, μπουμ, boom, βραχίονας
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- strypas στα ελληνικά - βέργα, κοντάρι, ραβδί, ράβδος, ράβδο, ράβδου, βάκτρο, ...
- strėlikė στα ελληνικά - strelik
- stuburas στα ελληνικά - ενισχύω, αγκάθι, υποστηρίζω, πλάτη, σπονδυλική στήλη, σπονδυλικής στήλης, της σπονδυλικής στήλης, ...
- stuburinis στα ελληνικά - σπονδυλωτό, σπονδυλωτά, σπονδυλωτών, σπονδυλωτού, των σπονδυλωτών
Τυχαίες λέξεις
Strėlė στα ελληνικά - Λεξικό: λιθουανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: βέλος, άνθηση, έκρηξη, μπουμ, boom, βραχίονας
Μεταφράσεις: βέλος, άνθηση, έκρηξη, μπουμ, boom, βραχίονας