Vartoti στα ελληνικά
Μετάφραση: vartoti, Λεξικό: λιθουανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
λιθουανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βάζω, εφαρμόζω, αιτούμαι, χρήση, χρήσης, τη χρήση, χρησιμοποίηση, η χρήση
Μεταφράσεις
- vartai στα ελληνικά - αυλόπορτα, θύρα, πύλη, πύλης, πόρτα, πόρτας
- vartojimas στα ελληνικά - φθίση, δαπάνες, κατανάλωση, δαπάνη, κατανάλωσης, την κατανάλωση, της κατανάλωσης, ...
- vartotojas στα ελληνικά - καταναλωτής, χρήστης, χρήστη, του χρήστη, εγχειρίδιο, χρήσης
- varveklis στα ελληνικά - κρούσταλλο, παγοκρύσταλλος, παγακιών, κρύσταλλο, icicle, το icicle
Τυχαίες λέξεις
Vartoti στα ελληνικά - Λεξικό: λιθουανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: βάζω, εφαρμόζω, αιτούμαι, χρήση, χρήσης, τη χρήση, χρησιμοποίηση, η χρήση
Μεταφράσεις: βάζω, εφαρμόζω, αιτούμαι, χρήση, χρήσης, τη χρήση, χρησιμοποίηση, η χρήση