Behjelpelig στα ελληνικά
Μετάφραση: behjelpelig, Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
νορβηγικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εξυπηρετικός, βοήθεια, βοηθήσει, βοηθήσουν, να βοηθήσει, βοηθούν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- behandling στα ελληνικά - επεξεργασία, χρήση, θεραπεία, μεταχείριση, αγωγή, θεραπείας
- beherske στα ελληνικά - εξουσιάζω, έλεγχος, δάσκαλος, κύριος, πλοίαρχος, πλοίαρχο, κύριο
- beholde στα ελληνικά - κρατώ, εξακολουθώ, κατακρατώ, διατηρούν, διατηρήσουν, διατηρεί, να διατηρήσει, ...
- beholder στα ελληνικά - δεξαμενή, δοχείο, περιέκτη, δοχείου, περιέκτης, εμπορευματοκιβωτίων
Τυχαίες λέξεις
Behjelpelig στα ελληνικά - Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εξυπηρετικός, βοήθεια, βοηθήσει, βοηθήσουν, να βοηθήσει, βοηθούν
Μεταφράσεις: εξυπηρετικός, βοήθεια, βοηθήσει, βοηθήσουν, να βοηθήσει, βοηθούν