Bestemmelse στα ελληνικά

Μετάφραση: bestemmelse, Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
νορβηγικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διευθετώ, γκολ, αποφασιστικότητα, αποφασίζω, λύνω, προορισμός, πρόβλεψη, πρόνοια, διάταξη, παροχή, παροχής
Bestemmelse στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • bestefar στα ελληνικά - παππούς, παππού, ο παππούς, τον παππού, του παππού
  • bestemme στα ελληνικά - αποφασίζω, καθορίσει, καθορίζουν, προσδιορίσει, καθορίσουν, προσδιοριστεί
  • bestemor στα ελληνικά - βαβά, γιαγιά, τη γιαγιά, η γιαγιά, γιαγιάς, της γιαγιάς
  • bestemt στα ελληνικά - αποφασισμένος, σαφής, οριστικός, καθορίζεται, προσδιορίζεται, καθοριστεί, προσδιορίζονται, ...
Τυχαίες λέξεις
Bestemmelse στα ελληνικά - Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διευθετώ, γκολ, αποφασιστικότητα, αποφασίζω, λύνω, προορισμός, πρόβλεψη, πρόνοια, διάταξη, παροχή, παροχής