Bevilling στα ελληνικά

Μετάφραση: bevilling, Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
νορβηγικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παραχώρηση, άδεια, άδειας, πιστοποιητικού, αδείας, πιστοποιητικό
Bevilling στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • bever στα ελληνικά - κάστορας, Beaver, κάστορα, καστόρι, ο κάστορας
  • bevilge στα ελληνικά - επίδομα, υποτροφία, επιχορηγώ, χορηγώ, κατανομή, διαθέσει, διαθέσουν, ...
  • bevis στα ελληνικά - αποδείξεις, στοιχεία, μαρτυρία, πειστήριο, απόδειξη, αποδεικτικό στοιχείο, αποδεικτικά στοιχεία
  • bevise στα ελληνικά - επαληθεύω, αποδεικνύω, αποδειχθεί, αποδεικνύουν, αποδείξουν, αποδείξει, να αποδείξει
Τυχαίες λέξεις
Bevilling στα ελληνικά - Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παραχώρηση, άδεια, άδειας, πιστοποιητικού, αδείας, πιστοποιητικό