Desperat στα ελληνικά
Μετάφραση: desperat, Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
νορβηγικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
απελπισμένος, απεγνωσμένος, απεγνωσμένα, απελπισμένα, απελπιστικά, απολύτως, επειγόντως
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- desinfeksjon στα ελληνικά - απολύμανση, απολύμανσης, την απολύμανση, η απολύμανση, της απολύμανσης
- desinfisere στα ελληνικά - απολυμαίνω, απολυμαίνουν, απολυμάνετε, την απολύμανση, απολυμαίνει, να απολυμαίνονται
- dessert στα ελληνικά - καραμέλα, γλυκός, επιδόρπιο, γλυκό, επιδορπίων, το επιδόρπιο, Επιδόρπιο Στοιχεία εστιατορίου
- dessuten στα ελληνικά - άλλωστε, επιπλέον, επί πλέον, Επιπλέον, Εξάλλου, Περαιτέρω
Τυχαίες λέξεις
Desperat στα ελληνικά - Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: απελπισμένος, απεγνωσμένος, απεγνωσμένα, απελπισμένα, απελπιστικά, απολύτως, επειγόντως
Μεταφράσεις: απελπισμένος, απεγνωσμένος, απεγνωσμένα, απελπισμένα, απελπιστικά, απολύτως, επειγόντως