Enkel στα ελληνικά

Μετάφραση: enkel, Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
νορβηγικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πεδιάδα, σκέτο, σκέτος, κάμπος, εύκολος, εύκολη, εύκολο, εύκολα, πιο εύκολη
Enkel στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • enhver στα ελληνικά - κάθε, οποιαδήποτε, οποιοδήποτε, τυχόν, οποιοσδήποτε
  • enighet στα ελληνικά - συγκατάθεση, συμφωνία, ακεραιότητα, αρμονία, ομόνοια, ενότητα, σύμβαση, ...
  • enkelhet στα ελληνικά - απλότητα, απλότητας, την απλότητα, απλούστευσης, η απλότητα
  • enkelt στα ελληνικά - μονός, ανύπαντρος, μονόκλινος, μόνος, μονόκλινο, μόνο, ενιαία, ...
Τυχαίες λέξεις
Enkel στα ελληνικά - Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πεδιάδα, σκέτο, σκέτος, κάμπος, εύκολος, εύκολη, εύκολο, εύκολα, πιο εύκολη