Fin στα ελληνικά

Μετάφραση: fin, Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
νορβηγικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
λεπτός, φιλάρεσκος, ωραίος, μαλθακός, ευγενικός, εκλεπτυσμένος, τρυφερός, αίθριος, φίνος, μαλακός, ψιλή, πρόστιμο, όμορφη, συμπαθητικός, ωραία, ωραίο
Fin στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • filt στα ελληνικά - ένιωθα, τσόχα, αισθανόμουν, τσόχες, πιλήματα, πιλημάτων, κετσέδες, ...
  • filter στα ελληνικά - φίλτρο, κρησαρίζω, διηθώ, φίλτρου, του φίλτρου, φίλτρων, ηθμού
  • finale στα ελληνικά - τελικός, φινάλε, φινάλε της, το φινάλε
  • finanser στα ελληνικά - οικονομικά, οικονομικών, τα οικονομικά, χρηματοδοτεί, οικονομικών της
Τυχαίες λέξεις
Fin στα ελληνικά - Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: λεπτός, φιλάρεσκος, ωραίος, μαλθακός, ευγενικός, εκλεπτυσμένος, τρυφερός, αίθριος, φίνος, μαλακός, ψιλή, πρόστιμο, όμορφη, συμπαθητικός, ωραία, ωραίο