Τρυφερός στα νορβηγικά
Μετάφραση: τρυφερός, Λεξικό: ελληνικά » νορβηγικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
mør, fin, følsom, anbud, øm, kjærlig, kjærlige, elsker, elske, loving
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: τρυφερός
τρυφερόσ συνώνυμα, τρυφερός άντρας, τρυφερόσ σύντροφοσ, τρυφερός συνώνυμο, τρυφερός λεξικό γλώσσας νορβηγικά, τρυφερός στα νορβηγικά
Μεταφράσεις
- τρυπάνι στα νορβηγικά - bor, drill, bore, boret
- τρυπώ στα νορβηγικά - prikke, stikke, springen, trykk, fra springen, tar du hurtig på, tar du hurtig
- τρυφερότητα στα νορβηγικά - ømhet, ømme, mørhet, ømhet i
- τρωκτικό στα νορβηγικά - gnager, gnagere, rodent
Τυχαίες λέξεις
Τρυφερός στα νορβηγικά - Λεξικό: ελληνικά » νορβηγικά
Μεταφράσεις: mør, fin, følsom, anbud, øm, kjærlig, kjærlige, elsker, elske, loving
Μεταφράσεις: mør, fin, følsom, anbud, øm, kjærlig, kjærlige, elsker, elske, loving