Fristelse στα ελληνικά
Μετάφραση: fristelse, Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
νορβηγικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πειρασμός, πειρασμό, Temptation, τον πειρασμό, Ο πειρασμός
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- friskhet στα ελληνικά - φρεσκάδα, φρεσκάδας, τη φρεσκάδα, φρεσκότητας, νωπότητας
- frist στα ελληνικά - αναστολή, διορία, προθεσμία, προθεσμίας, προθεσμίας που, προθεσμία που
- frisør στα ελληνικά - κουρέας, κομμωτικής, κομμώσεις, κομμωτική, κομμωτηρίου, κομμωτών
- frita στα ελληνικά - απαλλαγμένος, απαλλάσσω, απαλλάσσονται, εξαιρούνται, απαλλάσσεται, απαλλασσόμενες, απαλλαγή
Τυχαίες λέξεις
Fristelse στα ελληνικά - Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πειρασμός, πειρασμό, Temptation, τον πειρασμό, Ο πειρασμός
Μεταφράσεις: πειρασμός, πειρασμό, Temptation, τον πειρασμό, Ο πειρασμός