Fyll στα ελληνικά
Μετάφραση: fyll, Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
νορβηγικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σφράγισμα, χορταστικός, γέμισμα, αναπληρώσει, συμπληρώστε, συμπληρώσετε, γεμίσει
Μεταφράσεις
- fylde στα ελληνικά - πληρότητα, πληρότητας, πλήρωμα, την πληρότητα, πληρότητά
- fyldig στα ελληνικά - γεμάτος, ολικός, πλούσιος, μεστός, πλήρης, πλούσια, πλούσιο, ...
- fylle στα ελληνικά - γεμίζω, γέμισμα, αναπληρώσει, συμπληρώστε, συμπληρώσετε, γεμίσει
- fyndig στα ελληνικά - περιεκτικός, σύντομος, περιληπτικός, συνοπτική, σύντομη, συνοπτικές, συνοπτικό
Τυχαίες λέξεις
Fyll στα ελληνικά - Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σφράγισμα, χορταστικός, γέμισμα, αναπληρώσει, συμπληρώστε, συμπληρώσετε, γεμίσει
Μεταφράσεις: σφράγισμα, χορταστικός, γέμισμα, αναπληρώσει, συμπληρώστε, συμπληρώσετε, γεμίσει