Inneværende στα ελληνικά

Μετάφραση: inneværende, Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
νορβηγικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ρεύμα, τωρινός, τρέχων, τρέχουσα, τρέχουσες, τρέχουσας
Inneværende στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • innenfor στα ελληνικά - μέσα, εντός, κατά, στο, πλαίσιο
  • inneslutte στα ελληνικά - περικλείω, εσωκλείω, παγίδευση, εγκλωβισμού, παγίδευσης
  • innfall στα ελληνικά - καπρίτσιο, εισβολή, ιδιοτροπία, καπρίτσια, φαντασιοπληξία
  • innflytelse στα ελληνικά - επιρροή, επενεργώ, επενέργεια, επίδραση, επιρροής, την επιρροή, επηρεάζουν
Τυχαίες λέξεις
Inneværende στα ελληνικά - Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ρεύμα, τωρινός, τρέχων, τρέχουσα, τρέχουσες, τρέχουσας