Innfødt στα ελληνικά

Μετάφραση: innfødt, Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
νορβηγικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
γηγενής, ντόπιος, ιθαγενής, μητρική, φυσική, φυσικής, φυσικού
Innfødt στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • innflytelse στα ελληνικά - επιρροή, επενεργώ, επενέργεια, επίδραση, επιρροής, την επιρροή, επηρεάζουν
  • innfri στα ελληνικά - πραγματοποιώ, εκπληρώνω, εκπλήρωση, εκπληρώσει, πληρούν, εκπληρώσουν, εκπληρώσει τις
  • innføre στα ελληνικά - εισάγω, εισάγουν, εισαγάγει, εισαγάγουν, εισάγει, θεσπίσουν
  • innførsel στα ελληνικά - εισάγω, εισαγωγή, εισαγωγής, την εισαγωγή, εισαγωγές, τις εισαγωγές
Τυχαίες λέξεις
Innfødt στα ελληνικά - Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: γηγενής, ντόπιος, ιθαγενής, μητρική, φυσική, φυσικής, φυσικού