Ντόπιος στα νορβηγικά

Μετάφραση: ντόπιος, Λεξικό: ελληνικά » νορβηγικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
innfødt, innfødte, mors, opprinnelige, opprinnelig
Ντόπιος στα νορβηγικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ντόπιος

ντόπιος αγγλικά, ντόπιος συνώνυμο, σόφκα ντόπιος, ντόπιος στα αγγλικά, ξενόφερτα ντόπιος, ντόπιος λεξικό γλώσσας νορβηγικά, ντόπιος στα νορβηγικά

Μεταφράσεις

  • ντροπαλότητα στα νορβηγικά - skyhet, sjenanse, sjenerthet, sjenert, skyheten
  • ντόμπρος στα νορβηγικά - bratt, oppriktig, frimodig, åpen, steil, åpenhjertig, bløffe, ...
  • ντόρος στα νορβηγικά - larm, buzz, Google Buzz, summingen
  • ντύνομαι στα νορβηγικά - antrekk, drakt, kjole, kle seg, dress up, dress opp, kjole opp, ...
Τυχαίες λέξεις
Ντόπιος στα νορβηγικά - Λεξικό: ελληνικά » νορβηγικά
Μεταφράσεις: innfødt, innfødte, mors, opprinnelige, opprinnelig