Innretning στα ελληνικά
Μετάφραση: innretning, Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
νορβηγικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μηχάνημα, τέχνασμα, συσκευή, συσκευής, διάταξη, της συσκευής, τη συσκευή
Μεταφράσεις
- innlysende στα ελληνικά - εναργής, φαινομενικός, έκδηλος, εμφανής, προφανής, προφανές, προφανή, ...
- innovasjon στα ελληνικά - εφεύρεση, καινοτομία, καινοτομίας, την καινοτομία, της καινοτομίας, η καινοτομία
- innrømme στα ελληνικά - παραδέχομαι, εισάγω, επιτρέπω, αφήνω, ενοικιάζομαι, αναγνωρίζω, ομολογώ, ...
- innsats στα ελληνικά - πάσσαλος, προ-, προσπάθειες, προσπαθειών, οι προσπάθειες, προσπάθειές, τις προσπάθειες
Τυχαίες λέξεις
Innretning στα ελληνικά - Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μηχάνημα, τέχνασμα, συσκευή, συσκευής, διάταξη, της συσκευής, τη συσκευή
Μεταφράσεις: μηχάνημα, τέχνασμα, συσκευή, συσκευής, διάταξη, της συσκευής, τη συσκευή