Kur στα ελληνικά

Μετάφραση: kur, Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
νορβηγικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
θεραπεύω, καπνίζω, παστώνω, αλατίζω, θεραπεία, Cure, Βουλκανισμός, τη θεραπεία, σκλήρυνσης
Kur στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • kuppel στα ελληνικά - τρούλος, αψίδα, καμάρα, θόλος, θόλο, θόλου, τρούλο
  • kupé στα ελληνικά - μέρος, διαμέρισμα, διαμερίσματος, θαλάμου, θάλαμο, θήκη
  • kurere στα ελληνικά - παστώνω, θεραπεύω, επουλώνω, γιατρεύω, αλατίζω, επουλώνομαι, καπνίζω, ...
  • kurs στα ελληνικά - πλεύση, πιάτο, μαθήματα, μαθημάτων, προγράμματα, γήπεδα, τα μαθήματα
Τυχαίες λέξεις
Kur στα ελληνικά - Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: θεραπεύω, καπνίζω, παστώνω, αλατίζω, θεραπεία, Cure, Βουλκανισμός, τη θεραπεία, σκλήρυνσης