Løper στα ελληνικά
Μετάφραση: løper, Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
νορβηγικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αθλητής, δρομέας, δρομέα, συμμετέχων, runner, ολισθητήρα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- lønning στα ελληνικά - πληρώνω, αποδοχές, πληρωμή, απολαβές, μισθός, ημέρα πληρωμής, payday, ...
- løp στα ελληνικά - τρέχω, βαρέλι, φυλή, αγώνα, φυλής, κούρσα, αγώνας
- løs στα ελληνικά - χαλαρός, λυτός, μπόσικος, λάσκος, χύμα, χαλαρά, χαλαρό, ...
- løse στα ελληνικά - λύνω, λύσει, επίλυση, να λύσει, την επίλυση, λύσουν
Τυχαίες λέξεις
Løper στα ελληνικά - Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αθλητής, δρομέας, δρομέα, συμμετέχων, runner, ολισθητήρα
Μεταφράσεις: αθλητής, δρομέας, δρομέα, συμμετέχων, runner, ολισθητήρα