Mann στα ελληνικά

Μετάφραση: mann, Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
νορβηγικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
άνθρωπος, επανδρώνω, άνδρας, σύζυγος, σύζυγο, σύζυγό, σύζυγός, ο σύζυγός
Mann στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • manipulere στα ελληνικά - χειραγωγήσουν, χειριστείτε, χειριστούν, χειριστεί, χειρίζονται
  • manke στα ελληνικά - χαίτη, Μάιν, χαίτης, τη χαίτη, η χαίτη
  • manndom στα ελληνικά - ανδρισμός, ανδρική ηλικία, ανδρισμό, ανδρισμού, τον ανδρισμό
  • mannlig στα ελληνικά - αρσενικός, άρρεν, αρσενικό, αρσενικά, αρσενικών
Τυχαίες λέξεις
Mann στα ελληνικά - Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: άνθρωπος, επανδρώνω, άνδρας, σύζυγος, σύζυγο, σύζυγό, σύζυγός, ο σύζυγός