Morsom στα ελληνικά

Μετάφραση: morsom, Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
νορβηγικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ομοφυλόφιλος, χαρούμενος, κεφάτος, φαιδρός, εύθυμος, αστείος, Αστεία, αστείο, Funny, Αστείες
Morsom στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • moro στα ελληνικά - πλάκα, κέφι, διασκέδαση, τη διασκέδαση, διασκεδαστικό, διασκέδασης, διασκεδάσουν
  • morskap στα ελληνικά - μητρότητα, μητρότητας, Η μητρότητα, τη μητρότητα, της μητρότητας
  • mort στα ελληνικά - κατσαρίδα, Roach, κοκκινοφτέρες, κοκκινοφτέρα, ο Roach
  • morter στα ελληνικά - γουδί, κονίαμα, κονιάματος, το κονίαμα, κονιάματα
Τυχαίες λέξεις
Morsom στα ελληνικά - Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ομοφυλόφιλος, χαρούμενος, κεφάτος, φαιδρός, εύθυμος, αστείος, Αστεία, αστείο, Funny, Αστείες