Ordinær στα ελληνικά
Μετάφραση: ordinær, Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
νορβηγικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συνηθισμένος, ετήσιος, Ετήσια, Ετήσιες, Ετήσιο, Ετήσιας
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- ordforråd στα ελληνικά - λεξιλόγιο, λεξιλογίου, το λεξιλόγιο, ασκήσεις, λεξιλόγιό
- ordinere στα ελληνικά - χειροτονώ, διορίζω, επιτάσσω, προχειρίζω, διατάσσω
- ordne στα ελληνικά - τύπος, ξεδιαλέγω, παραγγέλλω, τακτοποιώ, είδος, φτιάχνω, παραγγελία, ...
- ordning στα ελληνικά - ετοιμασία, τακτοποίηση, διευθέτηση, διακανονισμός, κανονισμός, οικισμός, ρύθμιση, ...
Τυχαίες λέξεις
Ordinær στα ελληνικά - Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συνηθισμένος, ετήσιος, Ετήσια, Ετήσιες, Ετήσιο, Ετήσιας
Μεταφράσεις: συνηθισμένος, ετήσιος, Ετήσια, Ετήσιες, Ετήσιο, Ετήσιας