Pære στα ελληνικά
Μετάφραση: pære, Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
νορβηγικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
γλόμπος, απίδι, βολβός, αχλάδι, λαμπτήρα, λάμπα, βολβού, βολβό
Μεταφράσεις
- påvirke στα ελληνικά - κίνηση, ορμή, μετακομίζω, παριστάνω, σύγκρουση, πινελιά, επηρεάζω, ...
- påvirkning στα ελληνικά - επενέργεια, επενεργώ, επιρροή, αντίκτυπος, επίπτωση, επιπτώσεις, επιπτώσεων, ...
- pøbel στα ελληνικά - όχλος, συμμορία, Οχλαγωγικής, όχλου, όχλο, σκυλολόι
- pølse στα ελληνικά - λουκάνικο, λουκάνικα, λουκάνικου, λουκάνικων, αλλαντικών
Τυχαίες λέξεις
Pære στα ελληνικά - Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: γλόμπος, απίδι, βολβός, αχλάδι, λαμπτήρα, λάμπα, βολβού, βολβό
Μεταφράσεις: γλόμπος, απίδι, βολβός, αχλάδι, λαμπτήρα, λάμπα, βολβού, βολβό