Pen στα ελληνικά

Μετάφραση: pen, Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
νορβηγικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πρόστιμο, ψιλή, αίθριος, χαριτωμένος, όμορφος, ωραίος, φίνος, όμορφη, αρκετά, πολύ, όμορφο, λίγο
Pen στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • pekefinger στα ελληνικά - ευρετήριο, δείκτης, δείκτη, το δείκτη, του δείκτη, τον δείκτη
  • pels στα ελληνικά - γούνα, τρίχωμα, γούνας, γουνοφόρα, γουνοφόρων, τη γούνα
  • pendel στα ελληνικά - εκκρεμές, εκκρεμούς, του εκκρεμούς, το εκκρεμές
  • pengepung στα ελληνικά - πορτοφόλι, γρι, τσάντα, το πορτοφόλι
Τυχαίες λέξεις
Pen στα ελληνικά - Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πρόστιμο, ψιλή, αίθριος, χαριτωμένος, όμορφος, ωραίος, φίνος, όμορφη, αρκετά, πολύ, όμορφο, λίγο