Penn στα ελληνικά

Μετάφραση: penn, Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
νορβηγικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
στυλό, μάντρα, πένα, συσκευή τύπου πένας, πένας, τύπου πένας
Penn στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • penger στα ελληνικά - λεφτά, χρήματα, χρήμα, χρημάτων, τα χρήματα, χρήματος
  • pengeutpressing στα ελληνικά - εκβιασμός, εκβιάζω, αθέμιτη προστασία, εκβιασμούς, εκβίαση, εκβιασμού
  • pensjon στα ελληνικά - σύνταξη, συνταγή, συνταξιοδοτικών, συνταξιοδοτικά, συντάξεων, σύνταξης
  • pensjonat στα ελληνικά - σύνταξη, συνταγή, σπίτια, κατοικίες, σπιτιών, τα σπίτια, κατοικιών
Τυχαίες λέξεις
Penn στα ελληνικά - Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: στυλό, μάντρα, πένα, συσκευή τύπου πένας, πένας, τύπου πένας