Privat στα ελληνικά

Μετάφραση: privat, Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
νορβηγικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ιδιωτικός, φαντάρος, ιδιαίτερος, ιδιωτικό, ιδιωτική, ιδιωτικού, ιδιωτικών
Privat στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • prinsipp στα ελληνικά - ιθύνω, κανόνας, αποφασίζω, βασιλεύω, αρχή, αρχής, αρχήν, ...
  • pris στα ελληνικά - βραβείο, απονέμω, τιμή, κατακυρώνω, τιμών, τιμής, των τιμών, ...
  • privilegium στα ελληνικά - προνόμιο, προνομίου, δικαίωμα, προνόμιο να, απόρρητο
  • problem στα ελληνικά - πρόβλημα, προβλήματος, το πρόβλημα, ζήτημα, το ζήτημα
Τυχαίες λέξεις
Privat στα ελληνικά - Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ιδιωτικός, φαντάρος, ιδιαίτερος, ιδιωτικό, ιδιωτική, ιδιωτικού, ιδιωτικών