Ιδιωτικός στα νορβηγικά
Μετάφραση: ιδιωτικός, Λεξικό: ελληνικά » νορβηγικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
privat, private, eget, egen, personlig
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ιδιωτικός
ιδιωτικός τομέας άδειες, ιδιωτικός αστυνομικός ασφαλείας, ιδιωτικός ερευνητής, ιδιωτικός ντετέκτιβ, ιδιωτικός υπάλληλος στα αγγλικά, ιδιωτικός λεξικό γλώσσας νορβηγικά, ιδιωτικός στα νορβηγικά
Μεταφράσεις
- ιδιοτέλεια στα νορβηγικά - egoisme, selviskhet, selfishness, egenkjærlighet, selvopptatthet
- ιδιοτελής στα νορβηγικά - egenkjærlig, egoistisk, egeninteresse
- ιδιόμορφος στα νορβηγικά - underlig, entall, særegne, særegen, eiendommelige, merkelig, spesiell
- ιδιότητα στα νορβηγικά - attributt, eiendom, eiendommen, hotellet, egenskapen
Τυχαίες λέξεις
Ιδιωτικός στα νορβηγικά - Λεξικό: ελληνικά » νορβηγικά
Μεταφράσεις: privat, private, eget, egen, personlig
Μεταφράσεις: privat, private, eget, egen, personlig