Selskap στα ελληνικά
Μετάφραση: selskap, Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
νορβηγικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παρέα, ομήγυρη, συμβαλλόμενος, εταιρία, κοινωνία, θίασος, κόμμα, διάδικος, κόμματος, συμβαλλόμενο μέρος, διαδίκου
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- selger στα ελληνικά - πωλητής, πωλητή, με πωλητή, τον πωλητή, Ο πωλητής είναι
- selleri στα ελληνικά - σέλινο, το σέλινο, σέλινου, ραβδώσεις, με ραβδώσεις
- selskapelig στα ελληνικά - κοινωνικός, αγελαίος, gregarious, αγελαίο, αγελαία, κοινωνικοί
- selv στα ελληνικά - ακόμα, ίσος, ακόμη και, καν, ακόμη, ακόμα και
Τυχαίες λέξεις
Selskap στα ελληνικά - Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παρέα, ομήγυρη, συμβαλλόμενος, εταιρία, κοινωνία, θίασος, κόμμα, διάδικος, κόμματος, συμβαλλόμενο μέρος, διαδίκου
Μεταφράσεις: παρέα, ομήγυρη, συμβαλλόμενος, εταιρία, κοινωνία, θίασος, κόμμα, διάδικος, κόμματος, συμβαλλόμενο μέρος, διαδίκου