Συμβαλλόμενος στα νορβηγικά

Μετάφραση: συμβαλλόμενος, Λεξικό: ελληνικά » νορβηγικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
part, parti, selskap, kontrahering, entreprenør, Kontraherende, oppdragsgiver, oppdrags
Συμβαλλόμενος στα νορβηγικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: συμβαλλόμενος

συμβαλλόμενος in english, συμβαλλόμενος και αντισυμβαλλόμενος, η συμβαλλόμενος, συμβαλλόμενος λεξικό, συμβαλλόμενος μετάφραση, συμβαλλόμενος λεξικό γλώσσας νορβηγικά, συμβαλλόμενος στα νορβηγικά

Μεταφράσεις

  • συμβάν στα νορβηγικά - hendelse, begivenhet, event, arrangement, hendelsen
  • συμβαίνω στα νορβηγικά - skje, forekomme, skjer, tilfeldigvis, å skje, skje for
  • συμβατικός στα νορβηγικά - konvensjonell, konvensjonelle, konvensjonelt, vanlig, vanlige
  • συμβατός στα νορβηγικά - kompatibel, kompatibelt, kompatible, Passer, er kompatibel
Τυχαίες λέξεις
Συμβαλλόμενος στα νορβηγικά - Λεξικό: ελληνικά » νορβηγικά
Μεταφράσεις: part, parti, selskap, kontrahering, entreprenør, Kontraherende, oppdragsgiver, oppdrags