Strekke στα ελληνικά
Μετάφραση: strekke, Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
νορβηγικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τεντώνω, εκτείνομαι, τεζάρω, τεντώνομαι, τέντωμα, έκταση, τεντώστε, stretch, επιμήκυνση
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- streik στα ελληνικά - απεργία, χτυπώ, απεργίας, άσκησης, εξάσκησης, χτύπημα
- strek στα ελληνικά - ρυτίδα, παρατάσσω, γραμμή, επενδύω, ράβδωση, σερί, τη ράβδωση, ...
- strekning στα ελληνικά - τεζάρω, τεντώνομαι, τεντώνω, εκτείνομαι, τέντωμα, έκταση, τεντώστε, ...
- streng στα ελληνικά - άτεγκτος, σοβαρός, χορδή, αδιάλλακτος, δριμύς, πρύμνη, αυστηρός, ...
Τυχαίες λέξεις
Strekke στα ελληνικά - Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τεντώνω, εκτείνομαι, τεζάρω, τεντώνομαι, τέντωμα, έκταση, τεντώστε, stretch, επιμήκυνση
Μεταφράσεις: τεντώνω, εκτείνομαι, τεζάρω, τεντώνομαι, τέντωμα, έκταση, τεντώστε, stretch, επιμήκυνση