Tillate στα ελληνικά

Μετάφραση: tillate, Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
νορβηγικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
άδεια, ενοικιάζομαι, επιτρέπω, αφήνω, επιτρέπουν, επιτρέπει, να επιτρέψει, επιτρέψουν, επιτρέψει
Tillate στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • tilintetgjøre στα ελληνικά - καταστρέφω, εξολεθρεύει
  • tilkommende στα ελληνικά - μελλοντικός, τυχαίος, τυχαία, τυχαίας, την τυχαία, συμπτωματική
  • tillatelse στα ελληνικά - άδεια, την άδεια, άδειας, άδειά, την άδειά
  • tillegg στα ελληνικά - συμπληρώνω, συμπλήρωμα, πρόσθεση, Επιπλέον, προσθήκη, Εκτός, προσθήκης
Τυχαίες λέξεις
Tillate στα ελληνικά - Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: άδεια, ενοικιάζομαι, επιτρέπω, αφήνω, επιτρέπουν, επιτρέπει, να επιτρέψει, επιτρέψουν, επιτρέψει