Άδεια στα νορβηγικά
Μετάφραση: άδεια, Λεξικό: ελληνικά » νορβηγικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
godkjenne, tillatelse, tillate, lisens, lisensen
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: άδεια
άδεια διαμονής, άδεια μητρότητας, άδεια άνευ αποδοχών, άδεια χρήσης νερού, άδεια μικρής κλίμακας, άδεια λεξικό γλώσσας νορβηγικά, άδεια στα νορβηγικά
Μεταφράσεις
- άγρυπνος στα νορβηγικά - årvåken, alarm, søvnløs, søvnløse, sleepless
- άγχος στα νορβηγικά - betoning, bestyrtelse, stress, understreke, forskrekkelse, kval, trykk, ...
- άδειος στα νορβηγικά - tømme, ledig, tom, tomt, tomme, åpne, er tom
- άδικος στα νορβηγικά - urettferdig, urettferdige, gjør urett, som gjør urett
Τυχαίες λέξεις
Άδεια στα νορβηγικά - Λεξικό: ελληνικά » νορβηγικά
Μεταφράσεις: godkjenne, tillatelse, tillate, lisens, lisensen
Μεταφράσεις: godkjenne, tillatelse, tillate, lisens, lisensen