Toll στα ελληνικά

Μετάφραση: toll, Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
νορβηγικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δασμοί, τελωνείο, δασμολόγιο, έθιμα, τιμολόγιο, καθήκον, έθιμο, τελωνειακός, τελωνειακές, τελωνειακή, τελωνειακό
Toll στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • tolk στα ελληνικά - διερμηνέας, διερμηνέα, διερμηνείας, διερμηνέων
  • tolkning στα ελληνικά - ερμηνεία, ερμηνείας, την ερμηνεία, διερμηνεία, διερμηνείας
  • tolv στα ελληνικά - δώδεκα, των δώδεκα, τους δώδεκα
  • tom στα ελληνικά - άδειος, κενός, μάταιος, εγωκεντρικός, κενό, ξιπασμένος, ματαιόδοξος, ...
Τυχαίες λέξεις
Toll στα ελληνικά - Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δασμοί, τελωνείο, δασμολόγιο, έθιμα, τιμολόγιο, καθήκον, έθιμο, τελωνειακός, τελωνειακές, τελωνειακή, τελωνειακό