Tretthet στα ελληνικά

Μετάφραση: tretthet, Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
νορβηγικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κόπωση, κόπος, κούραση, κόπωσης, την κούραση, κούρασης
Tretthet στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • trette στα ελληνικά - φιλονικία, σειρά, διαπληκτίζομαι, καυγαδίζω, κωπηλατώ, καυγάς, καβγάς, ...
  • tretten στα ελληνικά - δεκατρείς, δεκατρία, δεκατριών, δέκα τρία, δέκα τρεις
  • tretti στα ελληνικά - τριάντα, από τριάντα, των τριάντα, τριάκοντα
  • trevirke στα ελληνικά - ξύλο, ξύλου, ξυλείας, το ξύλο, ξυλεία
Τυχαίες λέξεις
Tretthet στα ελληνικά - Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κόπωση, κόπος, κούραση, κόπωσης, την κούραση, κούρασης