Utgjøre στα ελληνικά

Μετάφραση: utgjøre, Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
νορβηγικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κατασκευάζω, κάνω, εξαναγκάζω, φτιάχνω, στάση, θέτουν, δημιουργούν, ενέχουν, συνιστούν
Utgjøre στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • utgivelse στα ελληνικά - έκδοση, δημοσίευμα, δημοσιοποίηση, δημοσίευση, ελευθέρωση, απελευθέρωση, απελευθέρωσης, ...
  • utgiver στα ελληνικά - συντάκτης, εκδότης, εκδότη, εκδοτών, τον εκδότη, του εκδότη
  • utgravning στα ελληνικά - ανασκαφή, εκσκαφή, εκσκαφής, ανασκαφής, ανασκαφών
  • utgå στα ελληνικά - απορρέω, εξερχόμενος, εξερχόμενες, εξερχόμενων, εξερχόμενη, εξερχόμενα
Τυχαίες λέξεις
Utgjøre στα ελληνικά - Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κατασκευάζω, κάνω, εξαναγκάζω, φτιάχνω, στάση, θέτουν, δημιουργούν, ενέχουν, συνιστούν