Aamborstigheid στα ελληνικά
Μετάφραση: aamborstigheid, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
άσθμα, άσθματος, το άσθμα, του άσθματος
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- aalwaardig στα ελληνικά - απλός, βλοσυρός, σκυθρωπός, στοιχειώδης, απλή, απλό, άμεση, ...
- aambeeld στα ελληνικά - αμόνι, άκμονα, άκμονας, άκμονος, αμονιού
- aan στα ελληνικά - προς, πλάι, παρελθόν, κατόπιν, μεταγενέστερα, άνω, σε, ...
- aanaarden στα ελληνικά - λόφος, γη, χώμα, γης, γαιών, γαίας, τη γη
Τυχαίες λέξεις
Aamborstigheid στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: άσθμα, άσθματος, το άσθμα, του άσθματος
Μεταφράσεις: άσθμα, άσθματος, το άσθμα, του άσθματος