Aangrijpen στα ελληνικά
Μετάφραση: aangrijpen, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σαλεύω, συλλαμβάνω, ανακατεύω, κίνηση, κινώ, επιδρομή, αναδεύω, πιάνω, επηρεάζω, επίθεση, σφίγγω, παριστάνω, κινούμαι, καταλαμβάνω, επιτίθεμαι, μετακομίζω, αδράξουν, αδράξουμε, αδράξει, κατάσχουν, κατάσχει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- aangorden στα ελληνικά - ζώνομαι, περιβάλλω, ζώνω, ζώστε, να ζώσει
- aangrenzend στα ελληνικά - διπλανός, γειτονικός, παρακείμενος, προσκείμενος, κοντά, κοντινός, γειτονικά, ...
- aangroeien στα ελληνικά - αύξηση, μεγαλώνω, αυξάνω, αυξάνομαι, μεγαλώνουν, αναπτυχθούν, αυξάνονται, ...
- aanhalen στα ελληνικά - αναφέρω, πετώ, καθορίζω, μνημονεύω, προσελκύω, εγκεφαλικό, έλκω, ...
Τυχαίες λέξεις
Aangrijpen στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σαλεύω, συλλαμβάνω, ανακατεύω, κίνηση, κινώ, επιδρομή, αναδεύω, πιάνω, επηρεάζω, επίθεση, σφίγγω, παριστάνω, κινούμαι, καταλαμβάνω, επιτίθεμαι, μετακομίζω, αδράξουν, αδράξουμε, αδράξει, κατάσχουν, κατάσχει
Μεταφράσεις: σαλεύω, συλλαμβάνω, ανακατεύω, κίνηση, κινώ, επιδρομή, αναδεύω, πιάνω, επηρεάζω, επίθεση, σφίγγω, παριστάνω, κινούμαι, καταλαμβάνω, επιτίθεμαι, μετακομίζω, αδράξουν, αδράξουμε, αδράξει, κατάσχουν, κατάσχει