Aannemelijk στα ελληνικά
Μετάφραση: aannemelijk, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αποδεκτός, δεκτός, εύλογος, εύλογη, εύλογο, εύλογες, ευλογοφανείς
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- aanmoediging στα ελληνικά - ενθάρρυνση, ενθάρρυνσης, την ενθάρρυνση, προώθηση, ενθαρρύνει
- aannaaien στα ελληνικά - ράβω, ράψετε, ράψουν, ράψτε, ράψει
- aannemen στα ελληνικά - αποδέχομαι, λαμβάνω, σκέπτομαι, υποτίθεται, νομίζω, επιβεβαιώνω, διαβεβαιώνω, ...
- aannemer στα ελληνικά - κτίστης, χτίστης, οικοδόμος, εργολάβος, ανάδοχος, ανάδοχο, αναδόχου, ...
Τυχαίες λέξεις
Aannemelijk στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αποδεκτός, δεκτός, εύλογος, εύλογη, εύλογο, εύλογες, ευλογοφανείς
Μεταφράσεις: αποδεκτός, δεκτός, εύλογος, εύλογη, εύλογο, εύλογες, ευλογοφανείς