Aannemer στα ελληνικά
Μετάφραση: aannemer, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κτίστης, χτίστης, οικοδόμος, εργολάβος, ανάδοχος, ανάδοχο, αναδόχου, αντισυμβαλλόμενος
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- aannemelijk στα ελληνικά - αποδεκτός, δεκτός, εύλογος, εύλογη, εύλογο, εύλογες, ευλογοφανείς
- aannemen στα ελληνικά - αποδέχομαι, λαμβάνω, σκέπτομαι, υποτίθεται, νομίζω, επιβεβαιώνω, διαβεβαιώνω, ...
- aanneming στα ελληνικά - αποδοχή, υιοθεσία, υιοθέτηση, έγκριση, έκδοση, θέσπιση
- aanpakken στα ελληνικά - προχωρώ, προβαίνω, πρόοδος, προκαταβάλλω, αντιμετωπίζω, αντιμετώπιση, την αντιμετώπιση, ...
Τυχαίες λέξεις
Aannemer στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κτίστης, χτίστης, οικοδόμος, εργολάβος, ανάδοχος, ανάδοχο, αναδόχου, αντισυμβαλλόμενος
Μεταφράσεις: κτίστης, χτίστης, οικοδόμος, εργολάβος, ανάδοχος, ανάδοχο, αναδόχου, αντισυμβαλλόμενος