Οικοδόμος στα ολλανδικά

Μετάφραση: οικοδόμος, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
bouwondernemer, aannemer, bouwer, builder, bouwer van, bouwmeester
Οικοδόμος στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: οικοδόμος

οικοδόμος blog, ζητείται οικοδόμος, χριστοδουλόπουλος οικοδόμος, οικοδόμος μετάφραση αγγλικά, οικοδόμος θύρα 7, οικοδόμος λεξικό γλώσσας ολλανδικά, οικοδόμος στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • οικοδεσπότης στα ολλανδικά - herbergier, gastheer, logementhouder, waard, ontvangende, ontvangst, samen, ...
  • οικοδομώ στα ολλανδικά - begrip, aanleggen, metselen, maken, bouwen, construeren, bouw, ...
  • οικολογία στα ολλανδικά - ecologie, ecologisch, de ecologie, ecologische
  • οικολογικός στα ολλανδικά - ecologisch, ecologische, de ecologische, ecologie, milieucriteria
Τυχαίες λέξεις
Οικοδόμος στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: bouwondernemer, aannemer, bouwer, builder, bouwer van, bouwmeester