Aanrijden στα ελληνικά

Μετάφραση: aanrijden, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συγκρούομαι, συγκρούω, τρέχω, συγκρούονται, συγκρουστούν, συγκρουστεί, σύγκρουση, συγκρούεται
Aanrijden στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • aanrekenen στα ελληνικά - κατηγορώ, ευθύνη, μομφή, φταίξιμο, υπαιτιότητας
  • aanrichten στα ελληνικά - αιτία, κανονίζω, σκοπός, τακτοποιώ, προξενώ, προκαλώ, αιτίας, ...
  • aanrijding στα ελληνικά - σουξέ, βαρώ, χτυπώ, σύγκρουση, σύγκρουσης, συγκρούσεων, συγκρούσεως, ...
  • aanroepen στα ελληνικά - επικαλούμαι, επικαλούνται, επικαλεστεί, να επικαλεστεί, επικαλεσθεί, επικαλεστούν
Τυχαίες λέξεις
Aanrijden στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συγκρούομαι, συγκρούω, τρέχω, συγκρούονται, συγκρουστούν, συγκρουστεί, σύγκρουση, συγκρούεται