Συγκρούομαι στα ολλανδικά

Μετάφραση: συγκρούομαι, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
aanrijden, voorrijden, slingeren, hurtle, Razen, daveren, nemen Slingeren
Συγκρούομαι στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: συγκρούομαι

συγκρούομαι συνωνυμα, συγκρούομαι στα αγγλικά, συγκρούομαι λεξικό γλώσσας ολλανδικά, συγκρούομαι στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • συγκρίσιμος στα ολλανδικά - vergelijkbaar, vergelijkbare, vergelijkbaar is, vergelijkbaar zijn, vergelijken
  • συγκροτώ στα ολλανδικά - samenstellen, componeren, vormen, uitmaken, samen, samen te, opstellen
  • συγκρούω στα ολλανδικά - aanrijden, voorrijden, botsing, botsen, conflict, duel, clash
  • συγκρότημα στα ολλανδικά - groep, groepering, complex, ingewikkeld, complexe, ingewikkelde, complexer
Τυχαίες λέξεις
Συγκρούομαι στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: aanrijden, voorrijden, slingeren, hurtle, Razen, daveren, nemen Slingeren