Aansteken στα ελληνικά

Μετάφραση: aansteken, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φωτίζω, διακόπτης, φωτερός, αλλαγή, αλλάζω, ξανθός, διεγείρω, μολύνω, ανάβω, εξάπτω, φως, φωτός, πρίσμα, το φως, βάση
Aansteken στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • aanstaren στα ελληνικά - βλέμμα, ομότιμος, ατενίζω, περιεργάζομαι, όμοιος, κοιτάζω, κοιτάζουν επίμονα, ...
  • aanstekelijk στα ελληνικά - κολλητικός, contagiously
  • aansteker στα ελληνικά - φωτίζω, ανάβω, φωτερός, μαούνα, ξανθός, αναπτήρας, αναπτήρα, ...
  • aanstellen στα ελληνικά - ορίζω, διορίζω, διορίζει, διορίσει, διορίζουν, ορίσει, να διορίσει
Τυχαίες λέξεις
Aansteken στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φωτίζω, διακόπτης, φωτερός, αλλαγή, αλλάζω, ξανθός, διεγείρω, μολύνω, ανάβω, εξάπτω, φως, φωτός, πρίσμα, το φως, βάση