Διακόπτης στα ολλανδικά

Μετάφραση: διακόπτης, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
aandraaien, inschakelen, aansteken, vervanging, gard, ontsteking, roede, stokje, spitsroede, schakelaar, aandoen, switch, knop
Διακόπτης στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διακόπτης

διακόπτης ρεύματος με τηλεχειριστήριο, διακόπτης κομμυτατέρ, διακόπτης εξοικονόμησης ενέργειας, διακόπτης διαφυγής έντασης, διακόπτης dimmer, διακόπτης λεξικό γλώσσας ολλανδικά, διακόπτης στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • διακυβεύω στα ολλανδικά - risico's, bof, gevaar, tref, wagen, toeval, gewaagdheid, ...
  • διακυμαίνομαι στα ολλανδικά - kachel, oven, bereik, scope, fornuis, schommelen, fluctueren, ...
  • διακόπτω στα ολλανδικά - afbreken, pauze, rust, pauzeren, stilte, interrumperen, schorsen, ...
  • διακόρευση στα ολλανδικά - diakorefsi
Τυχαίες λέξεις
Διακόπτης στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: aandraaien, inschakelen, aansteken, vervanging, gard, ontsteking, roede, stokje, spitsroede, schakelaar, aandoen, switch, knop