Φωτίζω στα ολλανδικά

Μετάφραση: φωτίζω, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
schijn, ontsteken, licht, helderheid, aansteken, aansteker, verlichten, aanmaken, lichter, te verlichten, lichter te, verlicht
Φωτίζω στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: φωτίζω

φωτίζω συνώνυμα, φωνάζω συνώνυμα, φωτίζω λεξικό γλώσσας ολλανδικά, φωτίζω στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • φωναχτά στα ολλανδικά - hardop, voorlezen, luid, voorgelezen, hardop te
  • φωνητικός στα ολλανδικά - fonetisch, vocale, vocaal, vocal, zang, Gesang
  • φωτεινότητα στα ολλανδικά - helderheid, lichtsterkte, lichtkracht, luminositeit, lichtheid
  • φωτερό στα ολλανδικά - maan, maand, fotero
Τυχαίες λέξεις
Φωτίζω στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: schijn, ontsteken, licht, helderheid, aansteken, aansteker, verlichten, aanmaken, lichter, te verlichten, lichter te, verlicht