Aanzienlijk στα ελληνικά

Μετάφραση: aanzienlijk, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αξιόλογος, αρκετός, αρκετά, πολύ, σημαντικά, αισθητά, σημαντική
Aanzienlijk στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • aanzetten στα ελληνικά - οπαδός, βεντάλια, ενεργοποιώ, ανεμιστήρας, ακονίζω, τρίχωμα, ράβω, ...
  • aanzien στα ελληνικά - ανέχομαι, φαίνομαι, βλέμμα, πλευρά, αντιμετωπίζω, άποψη, κύρος, ...
  • aanzijn στα ελληνικά - ύπαρξη, όν, ύπαρξης, υπάρξεως, ύπαρξή, την ύπαρξη
  • aanzoek στα ελληνικά - προσφέρω, προσφορά, πρόταση, πρότασης, πρόταση της, την πρόταση, προτάσεως
Τυχαίες λέξεις
Aanzienlijk στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αξιόλογος, αρκετός, αρκετά, πολύ, σημαντικά, αισθητά, σημαντική