Afwisseling στα ελληνικά
Μετάφραση: afwisseling, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ποικιλία, τροποποίηση, εκδοχή, παραλλάζω, παραλλαγή, αλλάζω, μεταβολή, μετατροπή, τύπος, εναλλακτικός, εναλλαγή, εναλλαγής, εναλλαγές, εναλλάξ, της εναλλαγής
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- afwisselen στα ελληνικά - παραλλάζω, ποικίλλω, αναπληρωματικό, εναλλακτική, αναπληρωματικών, εναλλακτικό, αναπληρωματικού
- afwisselend στα ελληνικά - μεταβλητός, εναλλάσσω, εναλλάξ, εναλλακτικά, εκ περιτροπής, περιτροπής, διαδοχικά
- afwissen στα ελληνικά - σκουπίζω, εξαλείφω, διαγράφω, σκουπίστε, σκουπίσετε, σκουπίσει, σκουπίζετε
- afzeggen στα ελληνικά - ακυρώνω, ακυρώσει, ακυρώσετε, να ακυρώσει, ακυρώσετε την, να ακυρώσετε
Τυχαίες λέξεις
Afwisseling στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ποικιλία, τροποποίηση, εκδοχή, παραλλάζω, παραλλαγή, αλλάζω, μεταβολή, μετατροπή, τύπος, εναλλακτικός, εναλλαγή, εναλλαγής, εναλλαγές, εναλλάξ, της εναλλαγής
Μεταφράσεις: ποικιλία, τροποποίηση, εκδοχή, παραλλάζω, παραλλαγή, αλλάζω, μεταβολή, μετατροπή, τύπος, εναλλακτικός, εναλλαγή, εναλλαγής, εναλλαγές, εναλλάξ, της εναλλαγής