Alleenhandel στα ελληνικά
Μετάφραση: alleenhandel, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μονοπώλιο, μονοπωλίου, μονοπωλιακή, το μονοπώλιο, μονοπωλιακής
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- alledaags στα ελληνικά - ξέγνοιαστος, αμοιβαίος, παρακρατώ, καθημερινός, ανεπίσημος, συνηθισμένος, κοινός, ...
- alleen στα ελληνικά - μοναχικός, πέλμα, μονός, μόνο, δίκαιος, μοναχός, εντελώς, ...
- alleenheerschappij στα ελληνικά - τυραννία, απολυταρχία, απολυταρχίας, μονοκρατορία, αυταρχισμό, την απολυταρχία
- alleenheerser στα ελληνικά - δεσπότης, δεσπότη, δυνάστης, ο Δεσπότης, δυνάστη
Τυχαίες λέξεις
Alleenhandel στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μονοπώλιο, μονοπωλίου, μονοπωλιακή, το μονοπώλιο, μονοπωλιακής
Μεταφράσεις: μονοπώλιο, μονοπωλίου, μονοπωλιακή, το μονοπώλιο, μονοπωλιακής