Almachtig στα ελληνικά

Μετάφραση: almachtig, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παντοκράτορας, παντοδύναμος, πανίσχυρη, Παντοδύναμο, πανίσχυρου, ο Παντοδύναμος
Almachtig στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • allicht στα ελληνικά - εύκολος, πιθανά, άνετος, εύκολα, μάλλον, πιθανόν, πιθανώς, ...
  • allooi στα ελληνικά - περιουσία, ποιότητα, σπίτι, κτήμα, ακίνητο, κράμα, κράματος, ...
  • almanak στα ελληνικά - καζαμίας, εορτολόγιο, ημερολόγιο, αλμανάκ, almanac, μηνολόγιον
  • alom στα ελληνικά - παντού, κόσμο, οπουδήποτε, όλων των περιοχών, παντού στην
Τυχαίες λέξεις
Almachtig στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παντοκράτορας, παντοδύναμος, πανίσχυρη, Παντοδύναμο, πανίσχυρου, ο Παντοδύναμος