Apert στα ελληνικά
Μετάφραση: apert, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φαινομενικός, σκέτο, κάμπος, φανερός, σκέτος, προφανής, πεδιάδα, έκδηλος, εναργής, εμφανής, Apert
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- apathisch στα ελληνικά - απαθής, απαθείς, απαθή, απάθεια, απαθές
- aperitief στα ελληνικά - τσιμπώ, γόμφος, απεριτίφ, ένα απεριτίφ, aperitif, για απεριτίφ, το απεριτίφ
- apostel στα ελληνικά - απόστολος, Αποστόλου, απόστολο, ο Απόστολος, του Αποστόλου
- apostrof στα ελληνικά - αποστροφή, απόστροφος, απόστροφο, αποστρόφου, την απόστροφο
Τυχαίες λέξεις
Apert στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φαινομενικός, σκέτο, κάμπος, φανερός, σκέτος, προφανής, πεδιάδα, έκδηλος, εναργής, εμφανής, Apert
Μεταφράσεις: φαινομενικός, σκέτο, κάμπος, φανερός, σκέτος, προφανής, πεδιάδα, έκδηλος, εναργής, εμφανής, Apert