Bederven στα ελληνικά
Μετάφραση: bederven, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αλλοιώνω, σαπίζω, χαλώ, κακομαθαίνω, ζημιά, διαφθείρω, βλάβη, βλάπτω, παραχαϊδεύω, ξεμαυλίζω, εκμαυλίζω, λεία, χαλάσει, κακομάθει, να χαλάσει, χαλάσουν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- bedenksel στα ελληνικά - σύλληψη, σχεδιασμός, εφεύρεση, εφεύρεσης, εφευρέσεως, ευρεσιτεχνίας, της εφεύρεσης
- bederf στα ελληνικά - σαπίζω, παρακμή, φθορά, ξεμαύλισμα, παρακμάζω, διαφθορά, μαύλισμα, ...
- bedevaart στα ελληνικά - προσκύνημα, προσκυνήματος, το προσκύνημα, προσκύνημά, προσκυνήματα
- bedevaartganger στα ελληνικά - προσκυνητής, προσκυνητή, προσκυνητών, Αγίου Ιακώβου, προσκυνητές
Τυχαίες λέξεις
Bederven στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αλλοιώνω, σαπίζω, χαλώ, κακομαθαίνω, ζημιά, διαφθείρω, βλάβη, βλάπτω, παραχαϊδεύω, ξεμαυλίζω, εκμαυλίζω, λεία, χαλάσει, κακομάθει, να χαλάσει, χαλάσουν
Μεταφράσεις: αλλοιώνω, σαπίζω, χαλώ, κακομαθαίνω, ζημιά, διαφθείρω, βλάβη, βλάπτω, παραχαϊδεύω, ξεμαυλίζω, εκμαυλίζω, λεία, χαλάσει, κακομάθει, να χαλάσει, χαλάσουν